Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακοινωθείς
ανακοινωθέντας
η ανακοινωθείσα το ανακοινωθέν
      γενική του ανακοινωθέντος
ανακοινωθέντα
της ανακοινωθείσας
ανακοινωθείσης*
του ανακοινωθέντος
    αιτιατική τον ανακοινωθέντα την ανακοινωθείσα το ανακοινωθέν
     κλητική ανακοινωθείς
ανακοινωθέντα
ανακοινωθείσα ανακοινωθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακοινωθέντες οι ανακοινωθείσες τα ανακοινωθέντα
      γενική των ανακοινωθέντων των ανακοινωθεισών των ανακοινωθέντων
    αιτιατική τους ανακοινωθέντες τις ανακοινωθείσες τα ανακοινωθέντα
     κλητική ανακοινωθέντες ανακοινωθείσες ανακοινωθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακοινωθείς < καθαρεύουσα ἀνακοινωθείς < από τη μετοχή παθ. αορίστου αρχαία ελληνική ἀνακοινόω

  Μετοχή επεξεργασία

ανακοινωθείς, ανακοινωθείσα, ανακοινωθέν (το ουδέτερο και ως ουσιαστικό)

  • που έχει εξαγγελθεί, που έχει γίνει γνωστό επίσημα
    τα ανακοινωθέντα μέτρα / οι ανακοινωθείσες συμφωνίες

  Μεταφράσεις επεξεργασία