ἀνακοινόω
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Ρήμα Επεξεργασία
ἀνακοινόω - ἀνακοινῶ (συνηρημένο)
- ανακοινώνω, καθιστώ κάτι γνωστό και σε άλλους, κοινοποιώ
- επικοινωνώ
- μοιράζομαι με κάποιον κάτι δικό μου
- κάτι ενώνεται, επικοινωνεί με κάτι άλλο, π.χ. τα νερά του ποταμού
- ἀνακοινοῦται τῷ Ἴστρῳ τὸ ὕδωρ
- συμβουλεύομαι
- ἀνακοινοῦσθαί τινι