Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνακοινόω < ἀνά + κοινόω

ἀνακοινόω - ἀνακοινῶ (συνηρημένο)

  1. ανακοινώνω, καθιστώ κάτι γνωστό και σε άλλους, κοινοποιώ
  2. επικοινωνώ
  3. μοιράζομαι με κάποιον κάτι δικό μου
  4. κάτι ενώνεται, επικοινωνεί με κάτι άλλο, π.χ. τα νερά του ποταμού
    ἀνακοινοῦται τῷ Ἴστρῳ τὸ ὕδωρ
  5. συμβουλεύομαι
    ἀνακοινοῦσθαί τινι