ανακοινωθέν
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανακοινωθέν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής ανακοινωθείς, του ρήματος ανακοινώνω (ἀνακοινωθείς, ἀνακοινωθείσα, ἀνακοινωθέν < ἀνακοινώνω < ἀνακοινόω-ἀνακοινῶ )
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ανακοινωθέν ουδέτερο (του ανακοινωθέντος, τα ανακοινωθέντα, των ανακοινωθέντων)
- οποιαδήποτε επίσημη δήλωση, ή ανακοίνωση αμέσως μετά τη δημοσιοποίησή της.
- κοινό ανακοινωθέν εξέδωσαν οι δύο κυβερνήσεις για το κυπριακό
- ανακοινωθέν του μητροπολίτη...
- ιατρικό ανακοινωθέν για την υγεία του Ανδρέα Παπανδρέου
- στο κείμενο του ανακοινωθέντος παραλείπεται η αναφορά...
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- σε φράσεις όπως σύμφωνα με τα ανακοινωθέντα από το υπουργείο τάδε, η λέξη ανακοινωθέντα είναι πληθυντικός της μετοχής και όχι του ουσιαστικού ανακοίνω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανακοινωθέν
Κλιτικός τύπος μετοχήςΕπεξεργασία
ανακοινωθέν
- ουδέτερο του ανακοινωθείς