ανέμπνευστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈnem.bnef.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νέμπ‐νευ‐στος
Επίθετο επεξεργασία
ανέμπνευστος, -η, -ο
- (νεολογισμός) που δεν είναι εμπνευσμένος, δεν έχει έμπνευση
- ↪ ανέμπνευστη ερμηνεία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανέμπνευστος
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr