αμετάφραστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμετάφραστος < μεσαιωνική ελληνική < α- στερητικό + μεταφράζω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
αμετάφραστος, -η, -ο
- που δεν έχει μεταφραστεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμετάφραστος
αμετάφραστος, -η, -ο