intraduisible
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.tʁɑ.dɥi.zibl/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intraduisible | intraduisibles |
intraduisible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
intraduisible | intraduisibles |
intraduisible (fr) αρσενικό ή θηλυκό