αμεμψίμοιρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμεμψίμοιρος < α- + μεμψίμοιρος < αρχαία ελληνική μεμψίμοιρος < μέμφομαι + μοίρα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.memˈpsi.mi.ros/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μεμ‐ψί‐μοι‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίααμεμψίμοιρος -η -ο
- που δεν μεμψιμοιρεί, δεν παραπονιέται συνεχώς
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μεμψίμοιρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμεμψίμοιρος
Πηγές
επεξεργασία- αμεμψίμοιρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)