Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμακιγιάριστος η αμακιγιάριστη το αμακιγιάριστο
      γενική του αμακιγιάριστου της αμακιγιάριστης του αμακιγιάριστου
    αιτιατική τον αμακιγιάριστο την αμακιγιάριστη το αμακιγιάριστο
     κλητική αμακιγιάριστε αμακιγιάριστη αμακιγιάριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμακιγιάριστοι οι αμακιγιάριστες τα αμακιγιάριστα
      γενική των αμακιγιάριστων των αμακιγιάριστων των αμακιγιάριστων
    αιτιατική τους αμακιγιάριστους τις αμακιγιάριστες τα αμακιγιάριστα
     κλητική αμακιγιάριστοι αμακιγιάριστες αμακιγιάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμακιγιάριστος < α- στερητικό + (μακιγιάρω), μακιγιαρισ- + -τος [1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ma.ciˈʝa.ɾi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μα‐κι‐γιά‐ρι‐στος

  Επίθετο επεξεργασία

αμακιγιάριστος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία