αλτήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αλτήρας | οι | αλτήρες |
γενική | του | αλτήρα | των | αλτήρων |
αιτιατική | τον | αλτήρα | τους | αλτήρες |
κλητική | αλτήρα | αλτήρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλτήρας < (λόγιο δάνειο) γαλλική haltère[1] < λατινικά halteres (πληθυντικός) < αρχαία ελληνική ἁλτῆρες, πληθυντικός αριθμός του ἁλτήρ < ἅλλομαι (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλτήρας αρσενικό
- όργανο εκγύμνασης αποτελούμενο από δύο βάρη που συνδέονται με μια μεταλλική ράβδο
- όργανο που χρησιμοποιούσαν οι αθλητές στην αρχαία Ελλάδα, προκειμένου να αντεπεξέλθουν καλύτερα σε επιχειρούμενο άλμα
- Οι αλτήρες ήταν λίθινα ή μολύβδινα βάρη που χρησιμοποιούσαν οι άλτες κατά την εκτέλεση του αγωνίσματος, για να δώσουν μεγαλύτερη ώθηση στο σώμα τους. Με αυτούς, όμως, εξασκούσαν επίσης τα χέρια και τα δάκτυλά τους (αλτηροβολία). (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλτήρας
- ↑ αλτήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας