• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αλπινισμός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Συνώνυμα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλπινισμός οι αλπινισμοί
      γενική του αλπινισμού των αλπινισμών
    αιτιατική τον αλπινισμό τους αλπινισμούς
     κλητική αλπινισμέ αλπινισμοί
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αλπινισμός < γαλλική alpinisme < λατινική Alpes < albus

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αλπινισμός αρσενικό

  • η αναρρίχηση σε βουνοκορφές

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη Άλπεις

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • ορειβασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αλπινισμός
  • αγγλικά : alpinism (en)
  • γαλλικά : alpinisme (fr)
  • τουρκικά : dağcılık (tr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλπινισμός&oldid=4845362"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 16:14

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 16:14.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie