Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλπινισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Δείτε επίσης
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αλπινισμ
ός
οι
αλπινισμ
οί
γενική
του
αλπινισμ
ού
των
αλπινισμ
ών
αιτιατική
τον
αλπινισμ
ό
τους
αλπινισμ
ούς
κλητική
αλπινισμ
έ
αλπινισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλπινισμός
< (
άμεσο δάνειο
)
γαλλική
alpinisme
<
λατινική
Alpes
<
albus
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλπινισμός
αρσενικό
η
αναρρίχηση
σε
βουνοκορφές
Συνώνυμα
επεξεργασία
ορειβασία
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
Άλπεις
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αλπινισμός
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλπινισμός
αγγλικά
:
alpinism
(en)
γαλλικά
:
alpinisme
(fr)
τουρκικά
:
dağcılık
(tr)