Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλληλοβοηθητικός η αλληλοβοηθητική το αλληλοβοηθητικό
      γενική του αλληλοβοηθητικού της αλληλοβοηθητικής του αλληλοβοηθητικού
    αιτιατική τον αλληλοβοηθητικό την αλληλοβοηθητική το αλληλοβοηθητικό
     κλητική αλληλοβοηθητικέ αλληλοβοηθητική αλληλοβοηθητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλληλοβοηθητικοί οι αλληλοβοηθητικές τα αλληλοβοηθητικά
      γενική των αλληλοβοηθητικών των αλληλοβοηθητικών των αλληλοβοηθητικών
    αιτιατική τους αλληλοβοηθητικούς τις αλληλοβοηθητικές τα αλληλοβοηθητικά
     κλητική αλληλοβοηθητικοί αλληλοβοηθητικές αλληλοβοηθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλληλοβοηθητικός < αλληλο- + βοηθητικός

  Επίθετο επεξεργασία

αλληλοβοηθητικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία