Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακωδικοποίητος η ακωδικοποίητη το ακωδικοποίητο
      γενική του ακωδικοποίητου της ακωδικοποίητης του ακωδικοποίητου
    αιτιατική τον ακωδικοποίητο την ακωδικοποίητη το ακωδικοποίητο
     κλητική ακωδικοποίητε ακωδικοποίητη ακωδικοποίητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακωδικοποίητοι οι ακωδικοποίητες τα ακωδικοποίητα
      γενική των ακωδικοποίητων των ακωδικοποίητων των ακωδικοποίητων
    αιτιατική τους ακωδικοποίητους τις ακωδικοποίητες τα ακωδικοποίητα
     κλητική ακωδικοποίητοι ακωδικοποίητες ακωδικοποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακωδικοποίητος < α- (στερητικό) + (κωδικοποιώ) κωδικοποιη- + -τος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική uncodified

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ko.ði.koˈpi.i.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κω‐δι‐κο‐ποί‐η‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

ακωδικοποίητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει κωδικοποιηθεί, που δεν ακολούθησε μια συγκεκριμένη μεθοδολογία
  2. που δεν έχει νομοθετηθεί ή επισημοποιηθεί
  3. που μεταδίδεται χωρίς κλειδάριθμο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία