ακωδικοποίητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακωδικοποίητος < α- (στερητικό) + (κωδικοποιώ) κωδικοποιη- + -τος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική uncodified
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ko.ði.koˈpi.i.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κω‐δι‐κο‐ποί‐η‐τος
Επίθετο επεξεργασία
ακωδικοποίητος, -η, -ο
- που δεν έχει κωδικοποιηθεί, που δεν ακολούθησε μια συγκεκριμένη μεθοδολογία
- που δεν έχει νομοθετηθεί ή επισημοποιηθεί
- που μεταδίδεται χωρίς κλειδάριθμο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακωδικοποίητος
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ακωδικοποίητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας