κλειδάριθμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κλειδάριθμος | οι | κλειδάριθμοι |
γενική | του | κλειδάριθμου & κλειδαρίθμου |
των | κλειδάριθμων & κλειδαρίθμων |
αιτιατική | τον | κλειδάριθμο | τους | κλειδάριθμους & κλειδαρίθμους |
κλητική | κλειδάριθμε | κλειδάριθμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλειδάριθμος < κλειδ- + αριθμός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική key number
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kliˈða.ɾi.θmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλει‐δά‐ριθ‐μος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλειδάριθμος αρσενικό
- (πληροφορική, διαδίκτυο) code number μοναδικός αριθμός ταυτοποίησης με το πρόσωπο ενός ατόμου, ο οποίος του επιτρέπει να έχει πρόσβαση ηλεκτρονικά στα φορολογικά του μέσω του ίντερνετ
- ※ Η χορήγηση κλειδαρίθμου ηλεκτρονικά γίνεται κατόπιν πιστοποίησης ότι είστε κάτοχος του αριθμού κινητού τηλεφώνου που θα δηλώσετε, από την τράπεζα ή τον πάροχο κινητής τηλεφωνίας σας.
- Ηλεκτρονική Εγγραφή στο TAXISnet. Προσπέλαση 2020-05-07
- → δείτε τον αγγλικό όρο passkey (όχι login password)
- ※ Η χορήγηση κλειδαρίθμου ηλεκτρονικά γίνεται κατόπιν πιστοποίησης ότι είστε κάτοχος του αριθμού κινητού τηλεφώνου που θα δηλώσετε, από την τράπεζα ή τον πάροχο κινητής τηλεφωνίας σας.
- (πληροφορική) passkey: ο κωδικός πρόσβασης για ειδική χρήση, που έχει δικαίωμα στη δημιουργία και μεταβολή του ονόματος χρήστη (username) και τού κωδικού πρόσβασής του (password)
- ο κωδικός που ξεκλειδώνει ένα αντικείμενο αποθήκευσης (όπως μια βαλίτσα)
- ένα σύνολο από συνθηματικούς κωδικούς, που βοηθούν στην αποκρυπτογράφηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλειδάριθμος
|
Πηγές
επεξεργασία- κλειδάριθμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας