↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακτινομετρικός η ακτινομετρική το ακτινομετρικό
      γενική του ακτινομετρικού της ακτινομετρικής του ακτινομετρικού
    αιτιατική τον ακτινομετρικό την ακτινομετρική το ακτινομετρικό
     κλητική ακτινομετρικέ ακτινομετρική ακτινομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακτινομετρικοί οι ακτινομετρικές τα ακτινομετρικά
      γενική των ακτινομετρικών των ακτινομετρικών των ακτινομετρικών
    αιτιατική τους ακτινομετρικούς τις ακτινομετρικές τα ακτινομετρικά
     κλητική ακτινομετρικοί ακτινομετρικές ακτινομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακτινομετρικός < ακτινόμετρο/ακτινομετρία + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ακτινομετρικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία