ακτινομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακτινομετρικός < ακτινόμετρο/ακτινομετρία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαακτινομετρικός
- που έχει σχέση με το ακτινόμετρο ή την ακτινομετρία, αναφέρεται ή ανήκει σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ακτινόμετρο, ακτίνα και μέτρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακτινομετρικός