↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτινομετρία οι ακτινομετρίες
      γενική της ακτινομετρίας των ακτινομετριών
    αιτιατική την ακτινομετρία τις ακτινομετρίες
     κλητική ακτινομετρία ακτινομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακτινομετρία < ακτίνα + -μετρία(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kti.no.meˈtɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κτι‐νο‐με‐τρί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακτινομετρία θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) συνηθέστερα η μέτρηση της ηλιακής ακτινοβολίας
  2. (φυσική) ανίχνευση και μέτρηση ακτινοβολούμενης ενέργειας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία