↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακιδωτός η ακιδωτή το ακιδωτό
      γενική του ακιδωτού της ακιδωτής του ακιδωτού
    αιτιατική τον ακιδωτό την ακιδωτή το ακιδωτό
     κλητική ακιδωτέ ακιδωτή ακιδωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακιδωτοί οι ακιδωτές τα ακιδωτά
      γενική των ακιδωτών των ακιδωτών των ακιδωτών
    αιτιατική τους ακιδωτούς τις ακιδωτές τα ακιδωτά
     κλητική ακιδωτοί ακιδωτές ακιδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ακιδωτός < αρχαία ελληνική ἀκιδωτός < ἀκίς

  Επίθετο

επεξεργασία

ακιδωτός

  • που στην ακρη του έχει ακίδα ή γενικά κάτι το μυτερό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία