ακιδωτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαακιδωτά < ακιδωτός + -α < αρχαία ελληνική ἀκιδωτός < ἀκίς
Επίρρημα
επεξεργασίαακιδωτά
- με ακίδες
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακιδωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαακιδωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακιδωτό