Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακερικός η ακερική το ακερικό
      γενική του ακερικού της ακερικής του ακερικού
    αιτιατική τον ακερικό την ακερική το ακερικό
     κλητική ακερικέ ακερική ακερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακερικοί οι ακερικές τα ακερικά
      γενική των ακερικών των ακερικών των ακερικών
    αιτιατική τους ακερικούς τις ακερικές τα ακερικά
     κλητική ακερικοί ακερικές ακερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακερικός < αγγλική aceric < λατινική acer (σφεντάμι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ḱrós

  Επίθετο επεξεργασία

ακερικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με το σφεντάμι ή προέρχεται απ’ αυτό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία