ακάπνιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακάπνιστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ακάπνιστος, -η, -ο
- που δεν έχει βρομιστεί από καπνό
- (για τσιγάρο, πούρο, κ.α.) που δεν έχει καπνιστεί
- (για ψάρι, κρέας, κ.α.) που δεν έχει καπνιστεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακάπνιστος
|