Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αισθητικοκινητικός η αισθητικοκινητική το αισθητικοκινητικό
      γενική του αισθητικοκινητικού της αισθητικοκινητικής του αισθητικοκινητικού
    αιτιατική τον αισθητικοκινητικό την αισθητικοκινητική το αισθητικοκινητικό
     κλητική αισθητικοκινητικέ αισθητικοκινητική αισθητικοκινητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αισθητικοκινητικοί οι αισθητικοκινητικές τα αισθητικοκινητικά
      γενική των αισθητικοκινητικών των αισθητικοκινητικών των αισθητικοκινητικών
    αιτιατική τους αισθητικοκινητικούς τις αισθητικοκινητικές τα αισθητικοκινητικά
     κλητική αισθητικοκινητικοί αισθητικοκινητικές αισθητικοκινητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισθητικοκινητικός < αισθητικός + -ο- + κινητικός ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική sensorimotor)

  Επίθετο επεξεργασία

αισθητικοκινητικός



  Μεταφράσεις επεξεργασία