αισθητικοκινητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αισθητικοκινητικός < αισθητικός + -ο- + κινητικός ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική sensorimotor)
Επίθετο επεξεργασία
αισθητικοκινητικός
- που έχει σχέση ή αφορά τόσο τις αισθήσεις όσο και την κινητική δραστηριότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αισθητικοκινητικός