Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αισθαντικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αισθαντικ
ός
η
αισθαντικ
ή
το
αισθαντικ
ό
γενική
του
αισθαντικ
ού
της
αισθαντικ
ής
του
αισθαντικ
ού
αιτιατική
τον
αισθαντικ
ό
την
αισθαντικ
ή
το
αισθαντικ
ό
κλητική
αισθαντικ
έ
αισθαντικ
ή
αισθαντικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αισθαντικ
οί
οι
αισθαντικ
ές
τα
αισθαντικ
ά
γενική
των
αισθαντικ
ών
των
αισθαντικ
ών
των
αισθαντικ
ών
αιτιατική
τους
αισθαντικ
ούς
τις
αισθαντικ
ές
τα
αισθαντικ
ά
κλητική
αισθαντικ
οί
αισθαντικ
ές
αισθαντικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αισθαντικός
<
αισθάνομαι
Επίθετο
επεξεργασία
αισθαντικός, -ή, -ό
που χαρακτηρίζεται από
ευαισθησία
στη σκέψη και την έκφραση
αισθαντικός
ποιητής
Συγγενικά
επεξεργασία
αισθαντικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αισθαντικός
αγγλικά
:
sensitive
(en)
γαλλικά
:
sensitif
(fr)
,
sensible
(fr)