Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αισθαντικότητα οι αισθαντικότητες
      γενική της αισθαντικότητας των αισθαντικοτήτων
    αιτιατική την αισθαντικότητα τις αισθαντικότητες
     κλητική αισθαντικότητα αισθαντικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισθαντικότητα < αισθαντικός + -ότητα/-ότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αισθαντικότητα θηλυκό

  1. η ευαισθησία και ο πλούτος στη συναισθηματική και καλλιτεχνική έκφραση
    η τραγουδίστρια αυτή έχει μια φωνή γεμάτη αισθαντικότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία