αισθαντικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αισθαντικότητα < αισθαντικός + -ότητα/-ότης
Ουσιαστικό επεξεργασία
αισθαντικότητα θηλυκό
- η ευαισθησία και ο πλούτος στη συναισθηματική και καλλιτεχνική έκφραση
- η τραγουδίστρια αυτή έχει μια φωνή γεμάτη αισθαντικότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αισθαντικότητα