Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αθωράκιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αθωράκιστ
ος
η
αθωράκιστ
η
το
αθωράκιστ
ο
γενική
του
αθωράκιστ
ου
της
αθωράκιστ
ης
του
αθωράκιστ
ου
αιτιατική
τον
αθωράκιστ
ο
την
αθωράκιστ
η
το
αθωράκιστ
ο
κλητική
αθωράκιστ
ε
αθωράκιστ
η
αθωράκιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αθωράκιστ
οι
οι
αθωράκιστ
ες
τα
αθωράκιστ
α
γενική
των
αθωράκιστ
ων
των
αθωράκιστ
ων
των
αθωράκιστ
ων
αιτιατική
τους
αθωράκιστ
ους
τις
αθωράκιστ
ες
τα
αθωράκιστ
α
κλητική
αθωράκιστ
οι
αθωράκιστ
ες
αθωράκιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αθωράκιστος
<
α-
στερητικό +
θωρακίζω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αθωράκιστος, -η, -ο
που δεν έχει
θωράκιση
, ισχυρή και αποτελεσματική
προστασία
απέναντι σε εχθρό ή πρόβλημα
Συνώνυμα
επεξεργασία
απροστάτευτος
Αντώνυμα
επεξεργασία
θωρακισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αθωράκιστος