Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθωράκιστος η αθωράκιστη το αθωράκιστο
      γενική του αθωράκιστου της αθωράκιστης του αθωράκιστου
    αιτιατική τον αθωράκιστο την αθωράκιστη το αθωράκιστο
     κλητική αθωράκιστε αθωράκιστη αθωράκιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθωράκιστοι οι αθωράκιστες τα αθωράκιστα
      γενική των αθωράκιστων των αθωράκιστων των αθωράκιστων
    αιτιατική τους αθωράκιστους τις αθωράκιστες τα αθωράκιστα
     κλητική αθωράκιστοι αθωράκιστες αθωράκιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθωράκιστος < α- στερητικό + θωρακίζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αθωράκιστος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία