αθιβολή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αθιβολή | οι | αθιβολές |
γενική | της | αθιβολής | των | αθιβολών |
αιτιατική | την | αθιβολή | τις | αθιβολές |
κλητική | αθιβολή | αθιβολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αθιβολή < μεσαιωνική ελληνική ἀθιβολή < (ελληνιστική κοινή) ἀμφιβολή < αρχαία ελληνική ἀμφιβάλλω < ἀμφί + βάλλω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αθιβολή θηλυκό