αηδονόστομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αηδονόστομος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καλλίφωνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αηδονόστομος
|