Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αηδονόστομος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αηδονόστομ
ος
η
αηδονόστομ
η
το
αηδονόστομ
ο
γενική
του
αηδονόστομ
ου
της
αηδονόστομ
ης
του
αηδονόστομ
ου
αιτιατική
τον
αηδονόστομ
ο
την
αηδονόστομ
η
το
αηδονόστομ
ο
κλητική
αηδονόστομ
ε
αηδονόστομ
η
αηδονόστομ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αηδονόστομ
οι
οι
αηδονόστομ
ες
τα
αηδονόστομ
α
γενική
των
αηδονόστομ
ων
των
αηδονόστομ
ων
των
αηδονόστομ
ων
αιτιατική
τους
αηδονόστομ
ους
τις
αηδονόστομ
ες
τα
αηδονόστομ
α
κλητική
αηδονόστομ
οι
αηδονόστομ
ες
αηδονόστομ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αηδονόστομος
<
αηδόνι
+
-ο-
+
στόμα
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
αηδονόστομος, -η, -ο
που έχει φωνή γλυκιά σαν του
αηδονιού
ευφραδής
Συνώνυμα
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
καλλίφωνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αηδονόστομος
→
δείτε
τις λέξεις
καλλίφωνος
και
ευφραδής