Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αηδονόστομος η αηδονόστομη το αηδονόστομο
      γενική του αηδονόστομου της αηδονόστομης του αηδονόστομου
    αιτιατική τον αηδονόστομο την αηδονόστομη το αηδονόστομο
     κλητική αηδονόστομε αηδονόστομη αηδονόστομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αηδονόστομοι οι αηδονόστομες τα αηδονόστομα
      γενική των αηδονόστομων των αηδονόστομων των αηδονόστομων
    αιτιατική τους αηδονόστομους τις αηδονόστομες τα αηδονόστομα
     κλητική αηδονόστομοι αηδονόστομες αηδονόστομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αηδονόστομος < αηδόνι + -ο- + στόμα + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

αηδονόστομος, -η, -ο

  1. που έχει φωνή γλυκιά σαν του αηδονιού
  2. ευφραδής

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία