αηδονόστομων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αηδονόστομων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αηδονόστομος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αηδονόστομος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αηδονόστομος