Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροφαγία οι αεροφαγίες
      γενική της αεροφαγίας των αεροφαγιών
    αιτιατική την αεροφαγία τις αεροφαγίες
     κλητική αεροφαγία αεροφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροφαγία < αερο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  < αγγλική aerophagia

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία