αεροφαγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αεροφαγία < αερο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; < αγγλική aerophagia
Ουσιαστικό επεξεργασία
αεροφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό
- (ιατρική) η χρόνια κατάποση αέρα κατά τη διάρκεια του φαγητού, η οποία οφείλεται σε παθολογικά αίτια