Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αεροθερμαντήρας οι αεροθερμαντήρες
      γενική του αεροθερμαντήρα των αεροθερμαντήρων
    αιτιατική τον αεροθερμαντήρα τους αεροθερμαντήρες
     κλητική αεροθερμαντήρα αεροθερμαντήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροθερμαντήρας < αερο- + θερμαντήρας (< (ελληνιστική κοινή) θερμαντήρ < αρχαία ελληνική θερμαντός < θερμαίνω < θερμός), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική air heater

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.e.ɾo.θeɾ.manˈdi.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρο‐θερ‐μα‐ντή‐ρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροθερμαντήρας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία