θερμαντήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
θερμαντηρ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | θερμαντήρ | οἱ | θερμαντῆρες | ||||
γενική | τοῦ | θερμαντῆρος | τῶν | θερμαντήρων | ||||
δοτική | τῷ | θερμαντῆρῐ | τοῖς | θερμαντῆρσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | θερμαντῆρᾰ | τοὺς | θερμαντῆρᾰς | ||||
κλητική ὦ! | θερμαντήρ | θερμαντῆρες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θερμαντῆρε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | θερμαντήροιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θερμαντήρ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θερμαν(τός) + -τήρ < θερμαίνω < θερμός (< θέρω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰer-mo-[1] < *gʷʰer- (θερμός, ζεστός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθερμαντήρ αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- θερμαντήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.