αδιπικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αδιπικός < αγγλική adipic < λατινική adeps < αρχαία ελληνική ἄλειφαρ (αντιδάνειο) < ἀλείφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂leybʰ-
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αδιπικός, -ή, -ό
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αλείφω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αδιπικός
|