↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγροτοκτηνοτροφικός η αγροτοκτηνοτροφική το αγροτοκτηνοτροφικό
      γενική του αγροτοκτηνοτροφικού της αγροτοκτηνοτροφικής του αγροτοκτηνοτροφικού
    αιτιατική τον αγροτοκτηνοτροφικό την αγροτοκτηνοτροφική το αγροτοκτηνοτροφικό
     κλητική αγροτοκτηνοτροφικέ αγροτοκτηνοτροφική αγροτοκτηνοτροφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγροτοκτηνοτροφικοί οι αγροτοκτηνοτροφικές τα αγροτοκτηνοτροφικά
      γενική των αγροτοκτηνοτροφικών των αγροτοκτηνοτροφικών των αγροτοκτηνοτροφικών
    αιτιατική τους αγροτοκτηνοτροφικούς τις αγροτοκτηνοτροφικές τα αγροτοκτηνοτροφικά
     κλητική αγροτοκτηνοτροφικοί αγροτοκτηνοτροφικές αγροτοκτηνοτροφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγροτοκτηνοτροφικός < αγροτοκτηνοτρόφ(ος) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣɾo.to.kti.no.tɾo.fiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γρο‐το‐κτη‐νο‐τρο‐φι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αγροτοκτηνοτροφικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία