Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγροτοκτηνοτρόφος οι αγροτοκτηνοτρόφοι
      γενική του αγροτοκτηνοτρόφου των αγροτοκτηνοτρόφων
    αιτιατική τον αγροτοκτηνοτρόφο τους αγροτοκτηνοτρόφους
     κλητική αγροτοκτηνοτρόφε αγροτοκτηνοτρόφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγροτοκτηνοτρόφος < αγροτο- + κτηνοτρόφος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣɾo.to.kti.noˈtɾo.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γρο‐το‐κτη‐νο‐τρό‐φος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγροτοκτηνοτρόφος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr