αγροτοκτηνοτρόφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγροτοκτηνοτρόφος < αγροτο- + κτηνοτρόφος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣɾo.to.kti.noˈtɾo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρο‐το‐κτη‐νο‐τρό‐φος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγροτοκτηνοτρόφος αρσενικό
- (νεολογισμός) ο αγρότης και/ή κτηνοτρόφος
- ※ Όσον αφορά το διεκδικητικό πλαίσιο έγινε λόγος για αφορολόγητο πετρέλαιο, όπως στους εφοπλιστές, άμεση μείωση της τιμής του αγροτικού ρεύματος κατά 50% στους μικρομεσαίους αγροτοκτηνοτρόφους, όπως και καμιά μείωση του αφορολόγητου ορίου. (Καρδίτσα: Στους δρόμους με τα τρακτέρ οι αγρότες, in.gr, 28 Νοεμβρίου 2020)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγροτοκτηνοτρόφος
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr