Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγροβιομηχανικός η αγροβιομηχανική το αγροβιομηχανικό
      γενική του αγροβιομηχανικού της αγροβιομηχανικής του αγροβιομηχανικού
    αιτιατική τον αγροβιομηχανικό την αγροβιομηχανική το αγροβιομηχανικό
     κλητική αγροβιομηχανικέ αγροβιομηχανική αγροβιομηχανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγροβιομηχανικοί οι αγροβιομηχανικές τα αγροβιομηχανικά
      γενική των αγροβιομηχανικών των αγροβιομηχανικών των αγροβιομηχανικών
    αιτιατική τους αγροβιομηχανικούς τις αγροβιομηχανικές τα αγροβιομηχανικά
     κλητική αγροβιομηχανικοί αγροβιομηχανικές αγροβιομηχανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγροβιομηχανικός < αγροτοβιομηχανικός < αγροτ(ικός) + βιομηχανικός

  Επίθετο επεξεργασία

αγροβιομηχανικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία