Δείτε επίσης: Αγκάλη, ἀγκάλη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκάλη οι αγκάλες
      γενική της αγκάλης
    αιτιατική την αγκάλη τις αγκάλες
     κλητική αγκάλη αγκάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αγκάλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγκάλη[1].  δείτε και τη λέξη αγκαλιά.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγκάλη θηλυκό

  1. αγκαλιά
  2. (μεταφορικά) ζεστασιά, στοργή
  3. (λογοτεχνικό, γεωγραφία) μικρός κόλπος, ακτή ανάμεσα σε δύο γλώσσες στεριάς

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία