Δείτε επίσης: Αγκάλη, ἀγκάλη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκάλη οι αγκάλες
      γενική της αγκάλης
    αιτιατική την αγκάλη τις αγκάλες
     κλητική αγκάλη αγκάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγκάλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγκάλη[1]. → δείτε και τη λέξη αγκαλιά.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋˈɡa.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γκά‐λη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγκάλη θηλυκό

  1. αγκαλιά
  2. (μεταφορικά) ζεστασιά, στοργή
  3. (λογοτεχνικό, γεωγραφία) μικρός κόλπος, ακτή ανάμεσα σε δύο γλώσσες στεριάς

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία