αγιοταφιτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγιοταφιτικός < αγιοταφίτ(ης) + -ικός. Δείτε και αγιοταφίτικος.
Επίθετο
επεξεργασίααγιοταφιτικός, -ή, -ό
- (χριστιανισμός) άλλη μορφή του αγιοταφίτικος
- η Ιερά Αγιοταφιτική Αδελφότητα του Παναγίου Τάφου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Άγιος Τάφος
- → και δείτε τις λέξεις άγιος και τάφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγιοταφιτικός
|
Πηγές
επεξεργασία- λήμμα αγιοταφιτικός - Γεωργακάς, Δημήτριος Ι. Ελληνο-αγγλικό Λεξικό - A Modern Greek-English Dictionary (MGED), Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, λήμματα 'Α' χ.χ.