Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγιοταφικός η αγιοταφική το αγιοταφικό
      γενική του αγιοταφικού της αγιοταφικής του αγιοταφικού
    αιτιατική τον αγιοταφικό την αγιοταφική το αγιοταφικό
     κλητική αγιοταφικέ αγιοταφική αγιοταφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγιοταφικοί οι αγιοταφικές τα αγιοταφικά
      γενική των αγιοταφικών των αγιοταφικών των αγιοταφικών
    αιτιατική τους αγιοταφικούς τις αγιοταφικές τα αγιοταφικά
     κλητική αγιοταφικοί αγιοταφικές αγιοταφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγιοταφικός < αγιο- + Τάφ(ος) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αγιοταφικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)