αγιάζι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγιάζι | τα | αγιάζια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αγιάζι | τα | αγιάζια |
κλητική | αγιάζι | αγιάζια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγιάζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ayaz
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγιάζι ουδέτερο