αγεφύρωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααγεφύρωτος -η -ο
- (κυριολ.) που δεν έχει ή δεν μπορεί να συνδέσει δύο άκρα με γέφυρα
- αγεφύρωτο ποτάμι
- (μεταφ.) που χαρακτηρίζεται από μεγάλη διαφορά ή διάσταση απόψεων
- μάς χωρίζει αγεφύρωτο χάσμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγεφύρωτος