Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγεφύρωτος η αγεφύρωτη το αγεφύρωτο
      γενική του αγεφύρωτου της αγεφύρωτης του αγεφύρωτου
    αιτιατική τον αγεφύρωτο την αγεφύρωτη το αγεφύρωτο
     κλητική αγεφύρωτε αγεφύρωτη αγεφύρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγεφύρωτοι οι αγεφύρωτες τα αγεφύρωτα
      γενική των αγεφύρωτων των αγεφύρωτων των αγεφύρωτων
    αιτιατική τους αγεφύρωτους τις αγεφύρωτες τα αγεφύρωτα
     κλητική αγεφύρωτοι αγεφύρωτες αγεφύρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγεφύρωτος < α- στερητικό + γεφυρώνω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αγεφύρωτος -η -ο

  • (κυριολ.) που δεν έχει ή δεν μπορεί να συνδέσει δύο άκρα με γέφυρα
    αγεφύρωτο ποτάμι
  • (μεταφ.) που χαρακτηρίζεται από μεγάλη διαφορά ή διάσταση απόψεων
    μάς χωρίζει αγεφύρωτο χάσμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία