αγγλοπρεπής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αγγλοπρεπής | η | αγγλοπρεπής | το | αγγλοπρεπές |
γενική | του | αγγλοπρεπούς* | της | αγγλοπρεπούς | του | αγγλοπρεπούς |
αιτιατική | τον | αγγλοπρεπή | την | αγγλοπρεπή | το | αγγλοπρεπές |
κλητική | αγγλοπρεπή(ς) | αγγλοπρεπής | αγγλοπρεπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αγγλοπρεπείς | οι | αγγλοπρεπείς | τα | αγγλοπρεπή |
γενική | των | αγγλοπρεπών | των | αγγλοπρεπών | των | αγγλοπρεπών |
αιτιατική | τους | αγγλοπρεπείς | τις | αγγλοπρεπείς | τα | αγγλοπρεπή |
κλητική | αγγλοπρεπείς | αγγλοπρεπείς | αγγλοπρεπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɡlo.pɾeˈpis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γλο‐πρε‐πής
- ομόηχο: αγγλοπρεπείς
Επίθετο
επεξεργασίααγγλοπρεπής
- που φέρεται σύμφωνα με τους τρόπους, τα έθιμα και τις παραδόσεις των Άγγλων
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις Άγγλος και πρέπει
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγλοπρεπής
|