αγγλοπρεπείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɡlo.pɾeˈpis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γλο‐πρε‐πείς
- ομόηχο: αγγλοπρεπής
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααγγλοπρεπείς
- (αρσενικό ή θηλυκό) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αγγλοπρεπής