έμπλεος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- έμπλεος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμπλεος[1] < ἔμ- (έμ-) + πλέος[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈem.ble.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐μπλε‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαέμπλεος, -ος/η, -ο (επίσης έμπλεα από το αρχαίο θηλυκό ἐμπλέα)
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία έμπλεος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ έμπλεος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.