Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άφκιαστος η άφκιαστη το άφκιαστο
      γενική του άφκιαστου της άφκιαστης του άφκιαστου
    αιτιατική τον άφκιαστο την άφκιαστη το άφκιαστο
     κλητική άφκιαστε άφκιαστη άφκιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άφκιαστοι οι άφκιαστες τα άφκιαστα
      γενική των άφκιαστων των άφκιαστων των άφκιαστων
    αιτιατική τους άφκιαστους τις άφκιαστες τα άφκιαστα
     κλητική άφκιαστοι άφκιαστες άφκιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άφκιαστος < ά- στερητικό + θέμα φκιακ- (φκιάχνω) + -τος με ανομοίωση [kt] > [xt][1]

  Επίθετο επεξεργασία

άφκιαστος, -η, -ο

  • (προφορικό) άλλη μορφή του άφτιαχτος (του απεριποίητου, του αφρόντιστου)
    ※  Ο Παλαμάς για το νεκρό παιδί του, «Ο Τάφος» στίχοι 170‑175
    Ἄφκιαστο κι ἀστόλιστο
    τοῦ Χάρου δὲ σὲ δίνω.
    Στάσου μὲ τ᾿ ἀνθόνερο
    τὴν ὄψη σου νὰ πλύνω.

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία