άνοπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άνοπτος | η | άνοπτη | το | άνοπτο |
γενική | του | άνοπτου | της | άνοπτης | του | άνοπτου |
αιτιατική | τον | άνοπτο | την | άνοπτη | το | άνοπτο |
κλητική | άνοπτε | άνοπτη | άνοπτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άνοπτοι | οι | άνοπτες | τα | άνοπτα |
γενική | των | άνοπτων | των | άνοπτων | των | άνοπτων |
αιτιατική | τους | άνοπτους | τις | άνοπτες | τα | άνοπτα |
κλητική | άνοπτοι | άνοπτες | άνοπτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άνοπτος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἄνοπτος (άψητος). Μορφολογικά αναλύεται σε άν- στερητικό + οπτός.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.no.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐νο‐πτος
Επίθετο
επεξεργασίαάνοπτος, -η, -ο
- (λόγιο, κεραμική, οικοδομική) άψητος
- ⮡ άνοπτοι πλίνθοι και πλάκες
- → χρειάζεται παράθεμα
- (λόγιο, αστρονομία) χαρακτηρισμός πλανήτη (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λόγια λέξη για άψητα κεραμικά υλικά, ή → δείτε τη λέξη άψητος
|