άνοπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άνοπτος | η | άνοπτη | το | άνοπτο |
γενική | του | άνοπτου | της | άνοπτης | του | άνοπτου |
αιτιατική | τον | άνοπτο | την | άνοπτη | το | άνοπτο |
κλητική | άνοπτε | άνοπτη | άνοπτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άνοπτοι | οι | άνοπτες | τα | άνοπτα |
γενική | των | άνοπτων | των | άνοπτων | των | άνοπτων |
αιτιατική | τους | άνοπτους | τις | άνοπτες | τα | άνοπτα |
κλητική | άνοπτοι | άνοπτες | άνοπτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άνοπτος < ελληνιστική ἄνοπτος < α- στερητικό + οπτός
Επίθετο
επεξεργασίαάνοπτος, -η, -ο
- (στην κεραμική) άψητος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άνοπτος
|