↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άλλαχτος η άλλαχτη το άλλαχτο
      γενική του άλλαχτου της άλλαχτης του άλλαχτου
    αιτιατική τον άλλαχτο την άλλαχτη το άλλαχτο
     κλητική άλλαχτε άλλαχτη άλλαχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άλλαχτοι οι άλλαχτες τα άλλαχτα
      γενική των άλλαχτων των άλλαχτων των άλλαχτων
    αιτιατική τους άλλαχτους τις άλλαχτες τα άλλαχτα
     κλητική άλλαχτοι άλλαχτες άλλαχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άλλαχτος < αλλαχτός < αρχαία ελληνική ἀλλακτός < ἀλλάσσω

  Επίθετο

επεξεργασία

άλλαχτος

  1. που δεν έχει μεταβληθεί, δεν έχει αλλάξει
     συνώνυμα: αμετάβλητος, ανάλλαχτος
  2. που δεν έχει αλλάξει και φορέσει καθαρά (ή καινούργια) ρούχα
     συνώνυμα: ανάλλαχτος
     αντώνυμα: αλλαγμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία