↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Τσολάκογλου οι Τσολάκογλοι
Τσολακογλαίοι
οι Τσολάκογλου
      γενική του/της Τσολάκογλου των Τσολάκογλων
Τσολακογλαίων
των Τσολάκογλου
    αιτιατική τον/την Τσολάκογλου τους Τσολάκογλους
Τσολακογλαίους
τους/τις Τσολάκογλου
     κλητική Τσολάκογλου Τσολάκογλοι
Τσολακογλαίοι
Τσολάκογλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Τσολάκογλου < από παρωνύμιο, οθωμανική τουρκική چولاق‎ (çolak, κουλός) + ‎اوغلی (oğlu, -ογλουστην τουρκική Çolakoğlu (Τσολάκ + -ογλου)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡soˈla.ko.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσο‐λά‐κο‐γλου

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τσολάκογλου αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία