Çolakoğlu
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Çolakoğlu < Çolak (Τσολάκ) [< çolak (κουλός)] + -oğlu (-ογλου)· κυριολεκτικά: «ο γιος του κουλοχέρη»
Κύριο όνομα επεξεργασία
Çolakoğlu αρσενικό ή θηλυκό
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο),[1] αντίστοιχο του ελληνικού Τσολάκογλου