Τοπόλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τοπόλια < σλαβικής προέλευσης topolь (λεύκα)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /toˈpo.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Το‐πό‐λια
Κύριο όνομα 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Τοπόλια | ||
γενική | των | Τοπολίων | ||
αιτιατική | τα | Τοπόλια | ||
κλητική | Τοπόλια | |||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Τοπόλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Κύριο όνομα 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τοπόλια | ||
γενική | της | Τοπόλιας | ||
αιτιατική | την | Τοπόλια | ||
κλητική | Τοπόλια | |||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Τοπόλια θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (παρωχημένο) χωριό της Φωκίδας, πρώην ονομασία του Ελαιώνα[2]