Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τοπόλια < σλαβικής προέλευσης topolь (λεύκα)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /toˈpo.ʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Το‐πό‐λια

  Κύριο όνομα 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Τοπόλια
      γενική των Τοπολίων
    αιτιατική τα Τοπόλια
     κλητική Τοπόλια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Τοπόλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Κύριο όνομα 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Τοπόλια
      γενική της Τοπόλιας
    αιτιατική την Τοπόλια
     κλητική Τοπόλια
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Τοπόλια θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Σπανάκης, Στέργιος (1991). Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων. 2. Ηράκλειο: Δετοράκης. σελ. 767. 
  2. ΦΕΚ Α 206, 28 Σεπτεμβρίου 1927