Τοπόλιανα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Τοπόλιανα | ||
γενική | των | Τοπόλιανων | ||
αιτιατική | τα | Τοπόλιανα | ||
κλητική | Τοπόλιανα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τοπόλιανα < σλαβικής προέλευσης *Topoljane < topolь (λεύκα) + -jane (κατάληξη που δηλώνει κατοίκους ενός τόπου)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /toˈpo.ʎa.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Το‐πό‐λια‐να
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤοπόλιανα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οικισμός της Ευρυτανίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Γιώργος Ζαροδήμος, Τα Οικωνύμια του Δήμου Αγράφων, Αθήνα 2021