Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τοπολιανίτισσα οι Τοπολιανίτισσες
      γενική της Τοπολιανίτισσας των Τοπολιανιτισσών
    αιτιατική την Τοπολιανίτισσα τις Τοπολιανίτισσες
     κλητική Τοπολιανίτισσα Τοπολιανίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τοπολιανίτισσα < Τοπολιανίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /to.po.ʎaˈni.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Το‐πο‐λια‐νί‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τοπολιανίτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Τοπολιανίτης