Τοπολιάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /to.poˈʎa.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Το‐πο‐λιά‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τοπολιάτης αρσενικό (θηλυκό Τοπολιάτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Τοπόλια ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Τοπόλια
- Τοπολιάτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τοπολιάτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Τοπολιάτης < πατριδωνυμικό Τοπολιάτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τοπολιάτης αρσενικό (θηλυκό Τοπολιάτη)